νοστιμούλης, -α, -ικο

νοστιμούλης, -α, -ικο
ο αρκετά νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο ευχάριστος, ο κομψός, ο ωραίος: Νοστιμούλικο μωρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοστιμούλης — α, ικο 1. αρκετά νόστιμος 2. (για πρόσ.) αρκετά ωραίος, αρκετά χαριτωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”